αδίδακτος

αδίδακτος
-η, -ο (Α ἀδίδακτος, -ον) [διδάσκω]
1. αυτός που δεν έχει διδαχθεί κάτι, απληροφόρητος, αμαθής
2. που δεν έγινε αντικείμενο διδασκαλίας, που δεν τόν δίδαξε κανείς («αδίδακτο κείμενο»)
3. ο αμαθής
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει εξασκηθεί σε κάτι
2. που δεν αποκτήθηκε από διδασκαλία, έμφυτος
3. φρ. «ἀδίδακτον δρᾱμα», αυτό που δεν έχει διδαχθεί, που δεν έχει παρουσιασθεί, δεν έχει παιχθεί στο θέατρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀδίδακτος — untaught masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιδάκτως — ἀδίδακτος untaught adverbial ἀδίδακτος untaught masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδίδακτον — ἀδίδακτος untaught masc/fem acc sg ἀδίδακτος untaught neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιδάκτοις — ἀδίδακτος untaught masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιδάκτοισι — ἀδίδακτος untaught masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιδάκτου — ἀδίδακτος untaught masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιδάκτους — ἀδίδακτος untaught masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιδάκτων — ἀδίδακτος untaught masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιδάκτῳ — ἀδίδακτος untaught masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδίδακτα — ἀδίδακτος untaught neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”