- αδίδακτος
- -η, -ο (Α ἀδίδακτος, -ον) [διδάσκω]1. αυτός που δεν έχει διδαχθεί κάτι, απληροφόρητος, αμαθής2. που δεν έγινε αντικείμενο διδασκαλίας, που δεν τόν δίδαξε κανείς («αδίδακτο κείμενο»)3. ο αμαθήςαρχ.1. αυτός που δεν έχει εξασκηθεί σε κάτι2. που δεν αποκτήθηκε από διδασκαλία, έμφυτος3. φρ. «ἀδίδακτον δρᾱμα», αυτό που δεν έχει διδαχθεί, που δεν έχει παρουσιασθεί, δεν έχει παιχθεί στο θέατρο.
Dictionary of Greek. 2013.